καταδεής

καταδεής
(I)
καταδεής, -ές (AM)
πενιχρός, φτωχικός («φειδωλὸς δ' αὖτις καὶ πένης ἀνὴρ τὸν καταδεᾱ τάφον ἐπαινοίη», Πλάτ.)
αρχ.
1. αυτός που στερείται κάτι, ο ελλιπής («θωυμάσαι ἰδόντα τῶν χρημάτων καταδεᾱ τὰ ἀγγήϊα», Ηρόδ.)
2. φτωχός («ὑπέρ τῶν κεκτημένων τὰς οὐσίας πρὸς τοὺς καταδεεῑς», Δημοσθ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ καταδεές
η κατωτερότητα, η μειονεκτικότητα
4. (ουγκρ.) καταδεέστερος, -έρα, -ον
υποδεέστερος.
επίρρ...
καταδεῶς (Α)
1. ελιππώς, ελαττωματικά
2. φρ. «καταδεεστέρως ἔχω» — είμαι κατώτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -δεής (< δέω[Ι] «έχω έλλειψη, στερούμαι»), πρβλ. απο-δεής, εν-δεής].
————————
(II)
καταδεής, -ές (Α)
αυτός που φοβάται πολύ, ο πολύ δειλός
επίρρ...
καταδεῶς (Α)
με μεγάλη δειλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -δεής (< δέος «φόβος»), πρβλ. αμφι-δεής, περι-δεής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταδεής — wanting in masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδεᾶ — καταδεής wanting in neut nom/voc/acc pl καταδεής wanting in neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) καταδεής wanting in masc/fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδεῆ — καταδεής wanting in neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) καταδεής wanting in masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) καταδεής wanting in masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδεέστερον — καταδεής wanting in adverbial comp καταδεής wanting in masc acc comp sg καταδεής wanting in neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδεεστέραις — καταδεής wanting in fem dat comp pl καταδεεστέρᾱͅς , καταδεής wanting in fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδεεστέρων — καταδεής wanting in fem gen comp pl καταδεής wanting in masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδεεστέρως — καταδεής wanting in masc acc comp pl (doric) καταδεής wanting in comp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδεές — καταδεής wanting in masc/fem voc sg καταδεής wanting in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδεέστατον — καταδεής wanting in masc acc superl sg καταδεής wanting in neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδεεστέροις — καταδεής wanting in masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”